Ίστρια

Ίστρια
(σερβοκροατ. Istra). Χερσόνησος (3.885 τ. χλμ.) της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Βρίσκεται ΒΔ της Κροατίας, ΝΔ της Σλοβενίας και εισδύει στην Αδριατική θάλασσα. Η βάση της χερσονήσου, με μικρό πλάτος μεταξύ του κόλπου της Τεργέστης στα ΒΔ και του Κουαρνέρο (Κβάρνερ) στα ΝΑ, σχηματίζεται από την κοιλάδα της Ροσάντρα και του ρου του Καστελνοβάνο. Πολιτικά και διοικητικά η Ί. ανήκει στη Σλοβενία και στην Κροατία. Η Ί. είναι περιοχή κυρίως ασβεστολιθική, με άφθονα καρστικά φαινόμενα. Οι ακτές της είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος βραχώδεις και στα Δ φέρουν τις οδοντώσεις από καρστικά στενά και κοιλάδες –Μούτζα, Καποντίστρια, Περάνο, Πόρτο Κουιέτε και Λέμε– που αντιπροσωπεύουν τους κατώτερους κορμούς των ποτάμιων κοιλάδων, οι οποίες καταβυθίστηκαν έπειτα από μια καθίζηση της περιοχής. Το κλίμα είναι μεσογειακό κατά μήκος των ακτών και τραχύτερο στο εσωτερικό. Ο πληθυσμός ασχολείται κυρίως με τη γεωργία (σταφύλια, ελιές, φρούτα, δημητριακά), την κτηνοτροφία (βοοειδή και αιγοπρόβατα), την αλιεία και την εξόρυξη κάρβουνου και βωξίτη. Άποψη της πόλης Μούτζα, της επαρχίας Τεργέστης στη χερσόνησο Ίστρια. Το στενό του Λίμσκι στην περιοχή της Ιστρίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἰστρία — Ἰστρίᾱ , Ἰστρία Ister fem nom/voc/acc dual Ἰστρίᾱ , Ἰστρία Ister fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ἰστρίᾱ , Ἰστρίη fem nom/voc/acc dual Ἰστρίᾱ , Ἰστρίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰστρίᾳ — Ἰστρίᾱͅ , Ἰστρία Ister fem dat sg (attic doric aeolic) Ἰστρίᾱͅ , Ἰστρίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δώρα ντ’ Ίστρια — (Dora d’ Istria, Βουκουρέστι 1828 – Φλωρεντία 1868). Φιλολογικό ψευδώνυμο της Ρουμάνας δοκιμιογράφου και διηγηματογράφου Ελένης Γκίκα. Η Δ. ντ’ Ί. ήταν κόρη του πρίγκιπα Μιχαήλ, υπουργού Εσωτερικών της Βλαχίας. Πριν από τον γάμο της με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ἰστρίας — Ἰστρίᾱς , Ἰστρία Ister fem acc pl Ἰστρίᾱς , Ἰστρία Ister fem gen sg (attic doric aeolic) Ἰστρίᾱς , Ἰστρίη fem acc pl Ἰστρίᾱς , Ἰστρίη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰστρίαν — Ἰστρίᾱν , Ἰστρία Ister fem acc sg (attic doric aeolic) Ἰστρίᾱν , Ἰστρίη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεθνιστής — ίστρια οπαδός τού διεθνισμού …   Dictionary of Greek

  • Ἰστρίην — Ἰστρία Ister fem acc sg (epic ionic) Ἰστρίη fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • κινυρίστρια — κινυρίστρια, ἡ (Α) αυτή που παίζει το μουσικό όργανο κινύρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κινύρα + κατάλ. ίστρια (θηλ. τού ιστής) (πρβλ. κιθαρ ίστρια, τυμπαν ίστρια)] …   Dictionary of Greek

  • παγανιστής — (I) ο, θηλ. ίστρια [παγανίζω] κυνηγός που μετέχει σε παγάνα. (II) ο, θηλ. ίστρια 1. οπαδός τού παγανισμού, μη χριστιανός, ενεργό μέλος μιας πολυθεϊστικής κοινότητας, ειδωλολάτρης 2. μτφ. άθρησκος και ηδονιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. paganus… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”